-
1 τέχνη
η1) профессия; ремесло; 2) искусство;η Ακαδημία των καλών τέχνων — Академия Художеств;
εφαρμοσμένες τέχνες — прикладное искусство;
είκαστικές (καλές) τέχνες — изобразительные (изящные) искусства;
έργο τέχνης — произведение искусства;
3) умение, искусность, мастерство; техника;τέχνη του σκακιού — техника шахматной игры;
με μεγάλη τέχνη — с большим искусством;
με τέχνη — а) умело, ловко; — б) обманным путём;
κατέχω την τέχνη να... — владеть искусством чего-л.;
φτιαγμένος με τέχνη — искусный (о работе и т. п.);
§ γι' αγάπη της τέχνης — из любви к искусству;
με όλους τούς κανόνες της τέχνης — по всем правилам искусства
См. также в других словарях:
φτιαγμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φτιάνω (βλ. λ.). 1. τεχνητός, μη φυσικός, νοθεμένος: Φτιαγμένο κρασί. 2. πιωμένος, μεθυσμένος: Γύρισαν φτιαγμένοι απ την ταβέρνα. 3. ως ουσ., τοξικομανής που βρίσκεται σε κατάσταση νάρκωσης ή αποχαύνωσης από την επήρεια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σανιδένιος, -ια, -ιο — φτιαγμένος από σανίδες: Σανιδένια σκεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεντεφένιος, -ια, -ιο — φτιαγμένος από σεντέφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκτινος — ἄκτινος, ίνη, ον (Α) [ἀκτῆ ΙΙΙ] φτιαγμένος από ξύλο ακτής (βλ. ακτή ΙΙΙ), κουφοξυλιάς … Dictionary of Greek
αγριέλαιος — ἀγριέλαιος, ον (Α) [ἀγριελαία] 1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος α) η αγριελιά β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος… … Dictionary of Greek
αγριελάινος — ἀγριελάινος, ον (Α) [ἀγριελαία] αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς … Dictionary of Greek
αγριελήσιος — και αγρελήσιος και αγριλήσιος, ια, ιο αυτός που προέρχεται ή που είναι φτιαγμένος από άγρια ελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριελιά + παραγ. κατάληξη ήσιος] … Dictionary of Greek
ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… … Dictionary of Greek
αλεύρινος — η, ο (Α ἀλεύρινος, ον) [ἄλευρον] ο φτιαγμένος από αλεύρι, αλευρένιος … Dictionary of Greek
ανεπιτέχνητος — ἀνεπιτέχνητος, ον (Α) ο φτιαγμένος χωρίς σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιτεχνητός «ο κατασκευασμένος με τέχνη» < επιτεχνωμαι] … Dictionary of Greek
αποίητος — ἀποίητος, ον (AM) 1. αυτός που δεν έχει ποιηθεί, δεν έχει γίνει 2. (για τον Θεό) εκείνος που δεν έχει δημιουργηθεί από άλλον μσν. (για γη, αγρό) ακατάλληλος για κάποια καλλιέργεια αρχ. 1. όποιος δεν είναι δυνατόν να γίνει 2. ο πρόχειρα φτιαγμένος … Dictionary of Greek